Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κιθάριον — κιθάριον, τὸ (Α) υποκορ. του ψαριού κίθαρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίθαρος + υποκορ. κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek
κιθαρίου — κιθάριον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)